- τεθριπποβατης
- τεθριπποβάτηςτεθριππο-βάτης-ου (ᾱ) ὅ правящий четверкой лошадей Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεθριπποβάτης — ὁ, Α επιβάτης τεθρίππου, εποχούμενος με τέθριππο («τεθριπποβάται Κυρηναῑοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης] … Dictionary of Greek
τεθριπποβάται — τεθριπποβάτης driver of a four horse chariot masc nom/voc pl τεθριπποβάτᾱͅ , τεθριπποβάτης driver of a four horse chariot masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)